- πανάωρος
- πανάωρος, -ον (Α)παναώριος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανάωρον — πανάωρος masc/fem acc sg πανάωρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάωρε — πανάωρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναώριος — παναώριος, ον (Α) [πανάωρος] 1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, ο προορισμένος σε πρόωρο τέλος 2. (για πράγματα) αυτός που εμφανίζεται πολύ πρόωρα, εντελώς άωρος, πολύ πρόωρος … Dictionary of Greek